προαγοράζω

προαγοράζω
προαγόρασα, προαγοράστηκα, προαγορασμένος, αγοράζω από πριν: Φέτος τα λάδια προαγοράστηκαν από τους εμπόρους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαγοράζω — ΝΜΑ 1. αγοράζω από πριν εμπόρευμα ή προϊόν το οποίο πρόκειται να παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής ημέρας τής συμφωνίας 2. αγοράζω προϊόν πριν από τη συγκομιδή του («το κράτος προαγόρασε σταφίδα») …   Dictionary of Greek

  • προαγόραζε — προαγοράζω buy beforehand pres imperat act 2nd sg προαγοράζω buy beforehand imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγοράζοντας — προαγοράζω buy beforehand pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγορά — H συγκέντρωση από ένα πρόσωπο μεγάλων ποσοτήτων οποιουδήποτε αγαθού, με τον σκοπό να αποκτήσει το μονοπώλιό του και να μπορέσει έτσι να καθορίζει αυθαίρετα την τιμή του. Η τακτική του τραβήγματος από την αγορά ολόκληρης ή σχεδόν ολόκληρης της… …   Dictionary of Greek

  • αγκαζάρω — 1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του 2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας 3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ.… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προαγοραστής — ο, ΝΑ [προαγοράζω] αυτός που προαγοράζει, που αγοράζει από πριν προϊόν ή εμπόρευμα το οποίο θα τού παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής ημέρας τής συμφωνίας νεοελλ. έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα και έτοιμα… …   Dictionary of Greek

  • προαγοραστικός — ή, ό, Ν [προαγοράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγορά …   Dictionary of Greek

  • προστοιχίζω — Ν προαγοράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στοιχίζω «κοστίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προωνούμαι — έομαι, Α αγοράζω κάτι από πριν, προαγοράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὠνοῦμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”